μετοικίζομαι

μετοικίζομαι
μετοικίζω
lead settlers to another abode
pres ind mp 1st sg
μετοικίζω
lead settlers to another abode
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετοικίζω — (ΑΜ μετοικίζω) μεταφέρω ή οδηγώ κάποιον από έναν τόπο και τόν εγκαθιστώ σε άλλο αρχ. 1. μτφ. κάνω κάποιον να χάσει το μυαλό του, να παραλογίζεται 2. (το μέσ.) μετοικίζομαι α) φεύγω από τον τόπο διαμονής μου και εγκαθίσταμαι αλλού, μεταναστεύω β)… …   Dictionary of Greek

  • συμμετοικίζομαι — ΜΑ αλλάζω τόπο διαμονής μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετοικίζομαι «μεταναστεύω» (< μέτοικος)] …   Dictionary of Greek

  • ԳԱՂԹԵՄ — (եցի.) NBH 1 0524 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ն. Վտարել. վարել ʼի տեղւոջէն. *Զաշխարհն վասպուրական գաղթէ յասորեստան. Ասող. ՟Գ. 5: չ. ԳԱՂԹԵՄ, եցի. չ. ԳԱՂԹԻՄ, եցայ. ձ. μετοικίζομαι, ἁναχωρέω demigro,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՓՈԽԱԲՆԱԿԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0945 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ձ. μετοικίζομαι transferor, transmigro. Փոխիլ այլուր ʼի բնակել. վերափոխիլ. եւ Տեղափոխիլ. *Ենոք փոխաբնակեցաւ՝ անթլփատ գոլով. Աթ. ՟Թ: Փոխաբնակելոյն ընծայ ինչ հատուցանել ոչ է պարտ՝ բայց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”